- ἰσχυρότερος
- ἰσχῡρότερος , ἰσχυρόςstrongmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
αρείων — ἀρείων ( ονος), ον (Α) (χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός πρβλ. άριστος) 1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο 2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek
επικρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και δημαγωγός, οπαδός του δημοκρατικού κόμματος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Κατηγορήθηκε για κλοπή και ο Λυσίας έγραψε λόγο εναντίον του, το 389 π.Χ. Λέγεται ότι καταδικάστηκε σε θάνατο. 2. Ε. ο Αμβρακιώτης … Dictionary of Greek
επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… … Dictionary of Greek
επταπλάσιος — και εφταπλάσιος, α, ο (AM ἑπταπλάσιος, ία, ον) 1. επτά φορές μεγαλύτερος 2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ. 3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.). επίρρ... επταπλασίως και επταπλάσια (AM … Dictionary of Greek